-
1 глушить
-шу, глушишь, ρ.δ.μ.1. βλ. оглушать.2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.4. σβήνω•глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.
5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.εκφρ.глушить водку, вино – κ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•глушить мотор, трактор – κ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
2 σβήνω
(αόρ. έσβησα, παθ. αόρ. (ε)σβήστηκα) 1. μετ.1) тушить, гасить (огонь); 2) приглушать; заглушать, глушить (звук; 'мотор); 3) перен. утолять (жажду); успокаивать, смягчать (боль, горе); 4) стирать; вычёркивать; 5) перен. изглаживать;σβήνω απ' το μυαλό — изгладить из памяти;
6) гасить (известь);2. αμετ. 1) затухать (об огне); гаснуть (тж. перен.); 2) затихать (о звуках); глохнуть (о моторе); 3) быть утолённым (о жажде); успокаиваться, смягчаться (о боли, горе); 4) стираться; быть вычеркнутым; 5) изглаживаться (из памяти); 6) угасать, погибать, гибнуть; 7) падать в обморок -
3 глушить
1. (двигатель) σβήνω, σταματώ 2. (звук) σιγώ, νεκρώνω Заставить заглушку) τυφλώνω 4. (рыбу) ψαρεύω με δυναμίτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глушить
-
4 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель